- υπάσσω
- Α(αττ. τ.) βλ. ὑπαΐσσω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπαΐσσω — και αττ. τ. ὑπᾴσσω Α 1. κινούμαι ταχέως κάτω από κάτι («θρώσκων τις κατὰ κῡμα μέλαιναν φρῑχ ὑπαΐξει ἰχθύς», Ομ. Ιλ.) 2. εξέρχομαι από κάτω («βωμοῡ ὑπαΐξας», Ομ. Ιλ.) 3. ορμώ έξω («ὑπᾴξας διὰ θυρῶν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀΐσσω «κινούμαι… … Dictionary of Greek